Η βουβωνοκήλη είναι από τις συχνότερες χειρουργικές παθήσεις στα παιδιά. Σε αυτές τις ηλικίες είναι συγγενής πάθηση, υπάρχει δηλαδή από τη γέννηση. Δημιουργείται λόγω της ύπαρξης ενός καναλιού, του ελυτροπεριτοναϊκού πόρου. Αυτός είναι μια προέκταση του περιτοναίου, της μεμβράνης που καλύπτει εσωτερικά την κοιλιά.
Όταν ο ελυτροπεριτοναϊκός πόρος δεν κλείσει, όπως οφείλει να κάνει φυσιολογικά, δημιουργείται ένα κανάλι μέσω του οποίου όργανα από το εσωτερικό της κοιλιάς μπορεί να βγαίνουν προς τα έξω. Η βουβωνοκήλη εκδηλώνεται τότε ως διόγκωση στη βουβωνική περιοχή.
Συνήθως η διάγνωση γίνεται από τους ίδιους τους γονείς κατά την αλλαγή της πάνας, όταν και παρατηρούν ένα φούσκωμα χαμηλά και πλάγια στην κοιλιά ή από τον παιδίατρο κατά τη διάρκεια της κλινικής εξέτασης ρουτίνας. Η διάγνωση ιατρικώς μπαίνει από το ιστορικό και την κλινική εξέταση, συμπληρωματικά και με τη χρήση υπερήχου.
Η συχνότητα της βουβωνοκήλης στα τελειόμηνα νεογνά είναι περίπου 5%, σαφώς συχνότερα σε πρόωρα νεογνά και 5 με 10 φορές συχνότερα στα αγόρια. Εμφανίζεται με διπλάσια συχνότητα δεξιά, ενώ και από τις δύο πλευρές παρατηρείται σε περίπου 10% των περιπτώσεων. Η βουβωνοκήλη μπορεί να διαγνωστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, όμως οι περισσότερες ανακαλύπτονται στον πρώτο χρόνο της ζωής.
Ο κίνδυνος της βουβωνοκήλης είναι η περίσφιξη, ο στραγγαλισμός δηλαδή του οργάνου που προβάλλει μέσα στο βουβωνικό κανάλι, το οποίο δεν μπορεί να επιστρέψει στην κοιλιά. Το όργανο αυτό, συνήθως εντερική έλικα, δεν αιματώνεται καλά και μπορεί να νεκρωθεί. Επίσης, στα αγόρια, επειδή από το ίδιο σημείο περνούν τα αγγεία του όρχι, μπορεί να επηρεάσουν την αιμάτωσή του.
Σε αυτή την περίπτωση, με μέγιστο χρονικό όριο 6 ωρών, θα πρέπει με ειδικούς χειρισμούς από τον ιατρό, η βουβωνοκήλη να αναταχθεί, δηλαδή το περιεχόμενο της κήλης να επιστρέψει στην κοιλιά. Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, χρειάζεται επείγουσα χειρουργική επέμβαση.
Η οριστική θεραπεία της βουβωνοκήλης είναι χειρουργική και σύντομα μετά τη διάγνωση . Υπό γενική αναισθησία, με μια μικρή τομή στη βουβωνική χώρα πρέπει να κλειστεί ο ανοιχτός ελυτροπεριτοναϊκός πόρος με προσοχή, ώστε να μην τραυματιστούν τα αγγεία του όρχι και ο σπερματικός πόρος.
Από την επομένη του χειρουργείου το παιδί μπορεί να επανέλθει στη φυσιολογική του δραστηριότητα, με περιορισμό των αθλητικών δραστηριοτήτων για περίπου 3 εβδομάδες στα μεγαλύτερα παιδιά.