Υδροκήλη ονομάζεται η συλλογή υγρού μεταξύ των χιτώνων που περιβάλλουν τον όρχι.
Στην εμβρυική ζωή ο όρχις είναι ενδοκοιλιακός. Κατά την κάθοδό του προς το όσχεο αφήνει πίσω του μία επικοινωνία, τον ελυτροπεριτοναϊκό πόρο που φυσιολογικά κλείνει. Εάν αυτός ο πόρος παραμείνει ανοικτός, επιτρέπει είσοδο περιεχομένου της κοιλιάς εντός του οσχέου. Όταν πρόκειται για υγρό, τότε μιλάμε για υδροκήλη. Εάν όμως πρόκειται για έντερο, ωοθήκη ή άλλο όργανο τότε πρόκειται για βουβωνοκήλη/οσχεοκήλη.
Η συχνότητα της υδροκήλης κυμαίνεται από 1-5%. Η υδροκήλη μπορεί να είναι εμφανής αμέσως μετά την γέννηση (νεογνική υδροκήλη) είτε προοδευτικά ως διόγκωση του οσχέου ή ως αυξομειώσεις στον όγκο του οσχέου (επικοινωνούσα υδροκήλη). Στις περιπτώσεις που η επικοινωνία κλείσει σε δύο διαφορετικές θέσεις και ενδιάμεσα δημιουργηθεί χώρος, όπου εγκλωβίζεται υγρό, τότε πρόκειται για κύστη σπερματικού τόνου.
Στις νεογνικές περιπτώσεις συνιστάται παρακολούθηση, γιατί η πλειοψηφία (90%) απορροφάται σε 6-12 μήνες. To ποσοστό αυτόματης υποστροφής είναι όμως σαφώς μικρότερο, όταν πρόκειται για επικοινωνούσα υδροκήλη με μεγάλη επικοινωνία (μεγάλες και γρήγορες αυξομειώσεις του όγκου του οσχέου) και ακόμα μικρότερο, όταν πρόκειται για κύστη του σπερματικού τόνου.
Παραμονή της υδροκήλης ή της κύστης πλέον των 12 μηνών ή εμφάνιση μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής χρήζει χειρουργικής εκτίμησης και αποκατάστασης λόγω της πιθανής συνύπαρξης βουβωνοκήλης. Εάν πρόκειται αμιγώς για υδροκήλη/κύστη τόνου, η αποκατάσταση γίνεται μετά την ηλικία των 2 ετών.
Η επέμβαση για την υδροκήλη/κύστη τόνου γίνεται με μικρή τομή στη βουβωνική χώρα και κλείσιμο της επικοινωνίας υπό γενική αναισθησία. Σε γενικές γραμμές δεν διαφέρει από μία επέμβαση αποκατάστασης της βουβωνοκήλης.